- πορφυροφορία
- πορφῠρο-φορία, ἡ,A wearing of purple garments, Jul.Laod.in Cat. Cod.Astr.5(1).189(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυροφορία — ἡ, Μ [πορφυροφόρος] το να φοράει κάποιος πορφυρά ενδύματα … Dictionary of Greek